“Με χτυπούσε και με έκαιγε με το σίδερο, έτρωγε τις σάρκες μου. Πόνεσε το σώμα, έλιωσε τη ψυχή μου”

της Έλλης Αυξεντίου Βλέπω πάντα το ίδιο όνειρο. Ένα όνειρο έχω δει στη ζωή μου. Μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν. Ο γνωστός εφιάλτης. Ότι γυρνάει στο σπίτι με τις βαλίτσες και μένει μαζί μας. Τότε ξεκινάει η δικιά μου μάχη. Να φύγω, να ξεγλιστρήσω, να τρέξω μακριά και να γλιτώσω από τις «φλόγες» της, πριν αυτές με κάψουν. Απειλώ ότι θα αυτοκτονήσω, ότι θα χωρίσω.

Το αίσθημα της αδικίας, με φτάνει στα άκρα. Μου ζαλίζει το μυαλό. Το θολώνει. Γύρω μου σκοτάδι. Ζητάω απεγνωσμένα βοήθεια. Σιωπή από παντού. Αμίλητοι κι ακούνητοι. Όλοι παγωμένοι. Απλά κοιτούν. Χέρια δεμένα. Όπως και τότε. Φώναζα «βοήθεια», αλλά κανείς δεν άκουγε. Έκλειναν τ’ αυτιά και τα μάτια. Κανείς δεν άνοιξε την αγκαλιά του. Καμιά αγκαλιά δε με χώραγε. Κανείς δεν προθυμοποιήθηκε να σηκώσει το δικό μου «βάρος». Μέχρι που βρήκα τη δύναμη και άνοιξα την πόρτα. Μόνο 16 ετών. Έτρεξα, έτρεξα, μ΄ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Δεν κοίταξα ούτε στιγμή πίσω. Το όνομα της, ακόμα δεν μπορώ να το συλλαβίσω. Για μένα είναι η «ΑΚΑΤΑΝΟΜΑΣΤΗ». Για τους άλλους είναι η «Μη ΤΕΡΑ» μου».

Η φωνή της, γαλήνια. Την ακούω με προσοχή. Μη μου μιλάς, στον πληθυντικό μου είπε. Στον ενικό. Λέγε με απλά Λυδία. Ότι θες, ότι χρειαστείς είμαι εδώ. Μου μιλάει με περηφάνια για την κόρη της. «Χτες το κορίτσι μου, με πολύ, πολύ σκληρή δουλειά πήρε το proficiency».

Ένας άνθρωπος πλημμυρισμένος, από φωτεινά συναισθήματα, που η ίδια δεν τα έζησε ποτέ. «Δε γνώριζα, τι θα πει μάνα, μέχρι που έγινα εγώ. Δε γέλασα, δεν ήξερα τι θα πει αγάπη,

στοργή. Μίσος και οργή με κυριεύουν, για το πρόσωπο της. Δε μπορεί μια γυναίκα, που φέρνει στον κόσμο ένα παιδί να του φερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ένα γιατί, με έχει στοιχειώσει, χρόνια τώρα. Από τότε, που ήμουνα κοριτσάκι. Γιατί σε μένα; Περισσότερο με στοιχειώνει το γιατί παρά το ξύλο και οι τιμωρίες που έτρωγα. Με έγδυνε και έτρωγε κομμάτια από το κρέας μου και με έλουζε με σαμπουάν για να πονάω. Με άφηνε νηστική, μέχρι να λιποθυμήσω, στο κρύο». Οι τιμωρίες της σκληρές. Τα βασανιστήρια του Κάφκα, στα κρατητήρια της Γκεστάπο. Μόνο που οι λέξεις, του πόνου δεν είναι χαραγμένες στους τοίχους, αλλά στο σώμα και στη ψυχή της Λυδίας Γιαννακοπούλου. «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», από τότε που θυμάται. «Έσβηνε, ένα κουτί σπίρτα πάνω μου, στα οπίσθια μου, τα περισσότερα, όπου δεν φαίνονταν τα καψίματα.

Αρχικά, αντέδρασα, κλωτσούσα. Τσιρίζοντας, πάσχιζα να της ξεφύγω, ήταν δυνατότερη. Ύστερα, έκανα την εξής διαπίστωση. Εάν καθόμουν ακίνητη, έσβηνε τα τσιγάρα πάνω μου, με λιγότερο πάθος. Η παιδική μου ψυχή, έλιωσε πρώτη, όταν την είδα να βγάζει απ’ την ντουλάπα το ηλεκτρικό σίδερο. «Άπλωσε τα χέρια σου». Τα έκρυβα στην πλάτη.

«Άπλωσε, είπα τα χέρια σου, όσο περισσότερο τ΄ αφήνεις, τόσο περισσότερο θα πονέσεις. Φοβήθηκα, τα άπλωσα και το σίδερο ακούμπησε στα δύο παιδικά χεράκια μου. Ο πόνος αφόρητος, κατρακύλησα κάτω. Ένιωσα την καυτή ανάσα, του πυρός στους μηρούς μου και άρχισα να ικετεύω ψευδίζοντας, εφ’ όσον καθαρά δεν μιλούσα ακόμα».

Έτσι την παρακαλούσα. Κάθε φορά. Και εκείνη που με υποχρέωνε να γλείψω, το λερωμένο παπούτσι,

που ήταν βουτηγμένο στις χλωρίνες. Αφού πριν με έβαλε να το πλύνω.

Με άρπαξε, απ’ τα μαλλιά και κόλλησε το λερωμένο πιάτο στο στόμα μου, αν δεν το γλείψεις τούτη τη στιγμή, θα βγω έξω και θα μαζέψω όλα τα σκατά που θα βρω στο δρόμο και θα στα ταΐσω όλη τη βδομάδα. Εμπρός στη φοβερή απειλή, πιάνω το παπούτσι και αρχίζω να το γλείφω. Δεν καταφέρνω να συγκρατήσω την αηδία μου και αρχίζω να ξερνώ μες τη λεκάνη, δε μπορεί, θα μ’ αφήσει, θα με λυπηθεί, είναι τρελό αυτό που μου ζητάει, «αν δε θες να ρουφήξεις ολόκληρη τη λεκάνη, με τον εμετό σου, τέλειωνε, έχεις 5 λεπτά διορία, η υπομονή μου, εξαντλήθηκε».

Πριν γράψω τον επίλογο του βιβλίου μου, την επισκέφτηκα. Ήθελα να δώσει μια απάντηση, σ’ ένα απ’ τα πολλά γιατί. Γιατί, μου το ‘ κανες όλο αυτό? «Γιατί τότε ήμουν φευγάτη και τώρα είμαι καλά».

Σκοτάδι. Σημείο μηδέν και η μέτρηση αρχίζει ξανά και ξανά. Γεγονότα που συμβαίνουν δίπλα σου. Σε απόσταση αναπνοής. Σε απόσταση αδιαφορίας. Τα βλέπεις. Τ’ ακούς σιωπείς».

Η Λυδία, ξέπλυνε την ψυχή της, μέσα από μια εσωτερική κατάθεση. «Το χάδι της ΜηΤερας». «Θέλησα να δώσω δύναμη και κουράγιο σ΄αυτούς που έζησαν τον πόνο στο σώμα και στη ψυχή. Όλοι μπορούν να τρέξουν, όπως όλοι μπορούν να ανοίξουν την αγκαλιά τους. Να γίνουν οι φτερούγες σ΄ ένα λαβωμένο πουλί που δεν μπορεί να πια να πετάξει. Του χρειάζεται χρόνος. Με κάθε γραμμή, που έγραφα, πονούσα, κάθε γεγονός που εξιστορούσα, το ξαναζούσα, αλλά τελειώνοντας από κάθε σελίδα, έφευγε από μένα, ένα βάρος. Λυτρώθηκα!!!»

Υστερόγραφο: Θέλω να ευχαριστήσω τη Λυδία Γιαννακοπούλου, για την εμπιστοσύνη μας. Τόσο στο πρόσωπο μου, όσο και στην ιστοσελίδα μας. Στόχος, του σημερινού κειμένου, είναι κάποιος που επιθυμεί να τρέξει, αλλά νιώθει αδύνατος, να τρέξει. Αυτός που είναι φιμωμένος να μιλήσει. Αυτός που βλέπει τη βία, να το μαρτυρήσει. Φτάνει πια! Αρκετή ανοχή!!! Ας βάλουμε σήμερα το τέρμα, κι ας χαράξουμε την αρχή.

Πηγή

Via

eXodosclub.blogspot.gr
   
   



 adiexodos.gr

Share/Bookmark
Post A Comment
  • Τα σχόλια σας ΕΔΩ . . Comment using Blogger
  • . .ή στο Facebook . Comment using Facebook
  • . . Comment using Disqus

Δεν υπάρχουν σχόλια :