ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΡΓΟ...
Είμαι πεισματάρης. Πολύ πεισματάρης», μου λέει όταν ρωτάω πώς
καταφέρνει και επιβιώνει ακόμα το θέατρο Στοά, όταν άλλα... σημαντικά
θέατρα της εποχής του, όπως το Αμφιθέατρο και το Ανοιχτό Θέατρο, έχουν
βάλει λουκέτο. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου δεν είναι μόνο πεισματάρης. Είναι
ένας απίστευτα ευφυής άνθρωπος, βαθιά πολιτικοποιημένος, άριστος γνώστης της τέχνης του και γοητευτικά ταλαντούχος. Το ελληνικό θέατρο του
χρωστάει. Και του χρωστάει ουσιαστικά. Στα 55 χρόνια που βρίσκεται στο
σανίδι έχει σκύψει με αγάπη πάνω από το ελληνικό έργο, έχει αναδείξει
μία ολόκληρη γενιά Ελλήνων συγγραφέων και έχει φτιάξει συναρπαστικές
παραστάσεις. Φέτος είναι για εκείνον χρονιά Κεχαΐδη, αφού παίζει στις «Δάφνες και
Πικροδάφνες» στο θέατρο Μουσούρη στο πλευρό των Φιλιππίδη, Κιμούλη και
Δαδακαρίδη. Παράλληλα σκηνοθετεί δύο ακόμα έργα του σπουδαίου αυτού
Έλληνα συγγραφέα, το «Με δύναμη από την Κηφισιά», στο θέατρο Στοά, και
το «Πανηγύρι» στο Εθνικό Θέατρο. «Ήταν κάτι ξεχωριστό σαν συγγραφέας ο
Δημήτρης Κεχαϊδης. Ήταν από τη μία το 95% των Ελλήνων συγγραφέων και από την άλλη ο Κεχαϊδης με κάνα δυο ακόμα», μου λέει.
Ο Δημήτρης έγραφε πάρα πολύ σπάνια. Έκανε χρόνια να βγάλει νέο έργο.
Τόσο που μας εκνεύριζε, γιατί όλο έλεγε ότι το τελειώνει και μας ερχόταν τελικά το έργο σε τέσσερα χρόνια! Το δούλευε και το βασάνιζε πάρα πολύ, γι’ αυτό και δεν έχει γράψει πολλά έργα. Ήταν πολύ δύσκολος στο να
γεννήσει, αλλά αυτό που γεννούσε ήταν για μένα από τα κορυφαία της
σύγχρονης δραματουργίας. Νομίζω ότι λίγους συγγραφείς έχουμε με αυτή την ευαισθησία και αυτό το βάθος». Η φετινή σεζόν κρύβει για τον Θανάση Παπαγεωργίου δύο πρωτιές. Πρώτη
φορά παίζει σε έργο του Κεχαΐδη και πρώτη φορά μετά το 1965 παίζει στον
θίασο κάποιου άλλου εκτός του θεάτρου «Στοά». Και οι δύο πρωτιές έχουν
να κάνουν με τη συμμετοχή του στο «Δάφνες και Πικροδάφνες» στο Μουσούρη. Ήταν ένα έργο που είχα προσπαθήσει πολλές φορές να το ανεβάσω αλλά
πάντα το είχαν καπαρώσει άλλοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βρήκα πολύ
ερεθιστικό το καστ», μου εξομολογείται. Στο «Δάφνες και Πικροδάφνες» τέσσερις τοπικοί υποστηρικτές υποψήφιων
βουλευτών στην Τρίπολη του 1979 διασταυρώνουν τα ξίφη τους εν όψει των
επερχόμενων εκλογών. «Αυτά τα τέσσερα τομαράκια διψάνε τόσο πολύ για
εξουσία, που ακολουθούν έναν πολιτικό ευρισκόμενοι πάντα στη σκιά του
για να υπάρξουν. Μου θυμίζουν τα μικρά ψαράκια που τσιμπολογάνε τα
υπολείμματα από την τροφή των καρχαριών. Τέτοιοι είναι αυτοί. Και
υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι στην ελληνική κοινωνία. Θα το δείτε αυτό
πάρα πολύ σε μια φωτογραφία, που μιλάει ένας πολιτικός ή κομματάρχης
στην επαρχία και δίπλα του ή πίσω του βλέπεις κάτι μούρες. Εγώ αυτές
κοιτάζω πάντα. Αυτές τις μούρες παίζουμε εδώ. Δευτεροκλασάτοι άνθρωποι,
χαμηλού IQ, με το βλέμμα του αρπακτικού», μου επισημαίνει. Ο ίδιος θεωρεί ότι η κρίση της τελευταίας πενταετίας δεν άλλαξε
ουσιαστικά τον Έλληνα. Παραμένουμε ακριβώς αυτό που περιγράφει ο
Κεχαΐδης πριν από σχεδόν 40 χρόνια. «Νομίζω ότι για να αλλάξει ο Έλληνας χρειάζεται να περάσουν πολλές γενιές και να γίνει ουσιαστική δουλειά
από μέσα. Η νοοτροπία αλλάζει από το νηπιαγωγείο. Ένας σαραντάρης, που
είναι η ζώσα δύναμη σε μία κοινωνία, δεν αλλάζει. Κατά τη γνώμη μου, τα
τελευταία πέντε χρόνια ο Έλληνας όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά έγινε και χειρότερος, γιατί φτώχυνε κιόλας. Κι άμα φτωχαίνει ο Έλληνας γίνεται
ένα περίεργο όν. Αυτοί που πιθανόν να αλλάξανε είναι αυτοί που
σκέφτονται πάντα, έτσι κι αλλιώς», παρατηρεί. Ποιο θα λέγατε ότι είναι το δομικό πρόβλημα του πολιτικού μας
συστήματος;», τον ρωτάω. «Έχει χαθεί από τους ανθρώπους η όποια
ιδεολογία. Το λέω με την έννοια της σκέψης. Έχουν αποκτηνωθεί τόσο πολύ
οι άνθρωποι, που δεν βλέπουν τίποτα άλλο πέρα από την προσωπική τους
απολαβή. Ο πολιτικός πολύ περισσότερο, γιατί του προσφέρεται το έδαφος
για να αποκτήσει αυτό που θέλει. Αν εξετάσεις τα επαγγέλματα
κοινωνιολογικά, η πολιτική είναι το πιο αισχρό επάγγελμα. Τι κάνει ένας
πολιτικός; Λέει ψέματα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό που
διατυμπανίζει, για τον λαό», μου απαντά. Όσον αφορά την ατομική μας ευθύνη σχετικά με αυτό ο Θανάσης Παπαγεωργίου σχολιάζει: «Πάντοτε σε αυτά τα πράγματα αναρωτιόμαστε αν έκανε το αυγό
την κότα ή η κότα το αυγό. Σίγουρα για να υπάρχει ένας πολιτικός όπως
υπάρχει αυτή τη στιγμή, κάποιοι τον στηρίζουν. Κι ο λαός τον στηρίζει,
γιατί έχει ανταποδοτικά οφέλη από αυτόν. Ο ένας στηρίζει τον άλλον
ιδιοτελώς. Κι αυτό οφείλεται στην έλλειψη ιδεολογίας. Αυτό το σύνθημα
των αναρχικών, που γράφουν στους τοίχους “Για τα λεφτά τα κάνεις όλα,
ρε!” είναι αλήθεια. Μην κοροϊδευόμαστε». Αυτή την αισχρή συνδιαλλαγή μαζί με τη δίψα του Νεοέλληνα για εξουσία
και χρήμα καυτηριάζει με μοναδικό τρόπο ο Κεχαΐδης στο «Δάφνες και
Πικροδάφνες», ένα έργο στο οποίο γελάς πολύ χωρίς το ίδιο να έχει
βλέψεις κωμωδίας. Αυτό άλλωστε είναι που ξεχωρίζει τον Κεχαΐδη, τόσο στο συγκεκριμένο έργο, όσο και στο «Με δύναμη από την Κηφισιά», ένα έργο
παρόμοιου τρόπου γραφής. «Εκεί έχουμε τέσσερις γυναίκες, εκ των οποίων
οι τρεις παλεύουν να ακουμπήσουν σε μία ερωτική σχέση. Πασχίζουν τόσο
πολύ για να το καταφέρουν που όλο αυτό σου φέρνει γέλιο και πίκρα μαζί», μου λέει ο Παπαγεωργίου. Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται ο Κεχαΐδης στο «Πανηγύρι», που θα
σκηνοθετήσει τον Μάρτιο ο Παπαγεωργίου στο Εθνικό. «Είναι ένα ποιητικό
θέατρο. Το σκηνικό είναι ένα αντίσκηνο. Ένα κουρελόπανο δεμένο σε ένα
δέντρο και έναν στύλο. Και μόνο αυτό σε πάει κάπου. Είναι ένα σκηνικό
έτοιμο να το πάρει ο αέρας και να το σηκώσει. Έτσι είναι και οι ήρωες
του έργου. Δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο. Δεν έχουν σταθερό τόπο αυτοί οι
άνθρωποι. Κι όταν δεν έχεις σταθερό τόπο, σε πάνε και σε φέρνουν τα
πράγματα. Και σ’ αυτόν που κατάφερε να ξεχωρίσει και να αγκιστρωθεί
κάπου του παίρνουν το παιδί, το οποίο λατρεύει», μου λέει και μοιάζει
συνεπαρμένος με το σπουδαίο αυτό έργο του Κεχαΐδη. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου γνωρίζει όσο κανείς το ελληνικό έργο του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Για την ακρίβεια υπήρξε, και είναι ακόμα, ο πιο
συνεπής σύμμαχος και εργάτης του. Ο Μποστ βρήκε στο πρόσωπό του τον
ιδανικό σκηνοθέτη. Ο Ποντίκας, ο Μανιώτης, ο Διαλεγμένος, ο Ευθυμιάδης, ο Χρυσούλης αναδείχτηκαν μέσα από το Θέατρο Στοά. Μία ολόκληρη γενιά
συγγραφέων χρωστάει στον Θανάση Παπαγεωργίου, όχι μόνο γιατί πολλούς
τους ανακάλυψε, αλλά και γιατί φρόντισε να ανεβάσει τα έργα τους με τον
καλύτερο τρόπο. Παρόλα αυτά ο ίδιος θεωρεί ότι δεν του έχει αναγνωριστεί αυτό. Υπάρχει η άποψη ότι η ενασχόληση με το ελληνικό έργο δεν είναι κάτι
σπουδαίο. Το ελληνικό θέατρο δεν έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις των
Ελλήνων καλλιτεχνών», μου λέει και συνεχίζει: «Μου λένε ότι στη
Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κάνουν πολύ λίγο ελληνικό έργο. Στη
θεατρολογία δεν ξέρουν πολλούς Έλληνες συγγραφείς. Σπάνια βλέπεις Έλληνα ηθοποιό να θέλει να παίξει σε ελληνικό έργο. Το θεωρεί υποδεέστερο. Το
θεωρεί εύκολο, ακριβώς επειδή είναι πολύ δύσκολο. Το ξορκίζει με αυτόν
τον τρόπο. Είναι δύσκολο, γιατί είναι αναγνωρίσιμος στον θεατή ο
χαρακτήρας. Πρέπει να είσαι πολύ αληθινός. Και σε αυτό εστιάσαμε στη
Στοά, στην αλήθεια του πράγματος. Έβλεπες ένα κοινό που γέμιζε την
πλατεία για να δει το χάλι του. Τα έργα του Κεχαΐδη, του Καμπανέλλη, του Ποντίκα, του Διαλεγμένου δεν έχουν happy end. Είναι πικρά έργα. Είναι
μία καθαρή φωτογραφία του Νεοέλληνα. Το ότι αυτό πέτυχε είναι μια μεγάλη νίκη», σχολιάζει όσον αφορά το παραστασιακό αποτέλεσμα. Η ύπαρξη εθνικής δραματουργίας θα έπρεπε να είναι αυτονόητη για το
θέατρο μίας χώρας. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι. «Τι έχει να πει το
Εθνικό Θέατρο για το ελληνικό έργο τα τελευταία 30 χρόνια; Ποιους
συγγραφείς ανέδειξε; Κανέναν. Όλους τους πήραν από τη Στοά, από τη
Μαριέττα Ριάλδη, από θέατρα που στήριξαν το ελληνικό έργο», μου λέει.
Όσον αφορά το Στούντιο Συγγραφής, που εγκαινίασε το Εθνικό Θέατρο,
μοιάζει μάλλον επιφυλακτικός αν και το θεωρεί μία πρωτοβουλία, αν μη τι
άλλο, στη σωστή κατεύθυνση. «Θα δείξει το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι ότι
δεν διδάσκεται η συγγραφή. Ούτε η σκηνοθεσία στο θέατρο. Όμως το να
ασχοληθούμε με αυτό δεν σημαίνει ότι χάνουμε τίποτα. Κάτι θα αφήσει». Ο ίδιος είναι εδώ και κάποιους μήνες Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Κάπως έτσι η συζήτησή μας πηγαίνει στην κόντρα που ξέσπασε πριν από λίγο καιρό ανάμεσα στο ΔΣ και την Καλλιτεχνική
Διεύθυνση του Εθνικού. «Εάν είχαμε σοβαρή δημοσιογραφία δεν θα έβγαινε
τίποτα στον τύπο απ’ όσα είπε ο κύριος Λιβαθινός πριν να ερωτηθεί και η
άλλη πλευρά. Οι δημοσιογράφοι ακούσανε άλφα και γράψανε άλφα», σχολιάζει δηκτικά –και καλά κάνει– απέναντι σε όλους μας. «Εν πάση περιπτώση, η
κόντρα δεν είναι προσωπική. Για πρώτη φορά ένα ΔΣ αποφάσισε να εργαστεί. Αποφασίσαμε να κρατήσουμε τις αρμοδιότητές μας και να μην τις
εκχωρήσουμε στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, όπως γινόταν μέχρι τώρα.
Αυτή η τακτική χρόνων μας οδήγησε εδώ που φτάσαμε, κάνοντας το Εθνικό
Θέατρο τσιφλίκι του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Εμείς του είπαμε εξαρχής
ότι τσιφλίκια δεν υπάρχουν. Είναι δημόσιο το θέατρο. Αν προκύψει ένα
μεγάλο χρέος εγώ θα πάω φυλακή. Ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, ο κύριος
Ξυδάκης, ήταν ξεκάθαρος από την αρχή. Είχε πει ότι μέχρι σήμερα το
Εθνικό Θέατρο έχει έναν εσωτερικό κανονισμό που μεταφράζεται ως “ενός
αδρός αρχή”. Είναι ένας κανονισμός φτιαγμένος από τον Κούρκουλο για τον
Κούρκουλο. Είπε λοιπόν ότι αυτό πρέπει να σταματήσει και ζήτησε μέχρι να επεξεργαστούν τον νέο νόμο να παίξουμε ένα fair play μεταξύ μας. Αυτό
το fair play δεν το σεβάστηκε ο Λιβαθινός». Η διαφωνία ΔΣ και Καλλιτεχνικού Διευθυντή εστιάστηκε στο ζήτημα της
Διεύθυνσης της Δραματικής Σχολής. «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Λιβαθινός ήταν να διώξει τον Διευθυντή της Δραματικής Σχολής. Καλά έκανε, εφόσον
δεν του ταίριαζε ο συγκεκριμένος. Είχε όμως αποφασίσει εξαρχής ότι θα
γίνει ο ίδιος Διευθυντής και της Σχολής. Μα το ΔΣ αποφασίζει γι’ αυτό.
Γιατί το παρακάμπτεις; Το ΔΣ είπε όχι, αφού είπαμε να μην συνεχιστούν οι υπερεξουσίες του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Δώσαμε μία υπόσχεση κυρίων.
Εκεί έγινε η σύγκρουση. Και μόνο εκεί. Σε όλα τα άλλα τον προστατεύουμε
πάρα πολύ. Εμείς δεν επεμβήκαμε ποτέ στο καλλιτεχνικό έργο και τον
σχεδιασμό του Λιβαθινού. Γιατί μας κατηγορούν; Τι του χαλάσαμε από το
όραμά του, εκτός από το να είναι Διευθυντής της Δραματικής Σχολής;
Εγκρίναμε όλους τους καθηγητές, που μας πρότεινε. Εγκρίναμε όλο το
ρεπερτόριο. Στα οικονομικά όμως έχουμε βέτο. Και είναι ψέμα ότι εμείς
απορρίψαμε χορηγίες που έφερε. Ποτέ δεν έγινε αυτό. Καμία χορηγία δεν
αρνηθήκαμε, γιατί καμία χορηγία δεν κατατέθηκε επίσημα. Ειπώθηκε κάτι
προφορικά και εμείς είπαμε να κατατεθεί επίσημα και γραπτά για να
προωθηθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού προς έγκριση», με ενημερώνει σχετικά. Αναρωτιέμαι αν η κατάσταση τώρα έχει εξομαλυνθεί. «Όχι», μου απαντά ο
Παπαγεωργίου. «Αν δεν φύγει από το μυαλό του Καλλιτεχνικού Διευθυντή ότι τα μέλη του ΔΣ δεν είναι άνθρωποι που βρίσκονται απέναντί του, αλλά
δίπλα του, δεν θα εξομαλυνθεί ποτέ. Μερικοί από την ομάδα του Λιβαθινού
το έχουν καταλάβει αυτό. Εκείνος ακόμα νομίζει ότι είμαστε εχθροί». Λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας τον ρωτάω τι κρατάει από όλα αυτά
τα 55 χρόνια στο θέατρο. «Ότι είμαι καλά με τον εαυτό μου. Ότι αυτό που
έκανα συμφωνεί με αυτό που ήθελα. Το θέατρο είναι πολύ αχάριστη δουλειά. Δεν μένει τίποτα. Ένα όνομα μένει. Μία ταινία θα μείνει. Μία θεατρική
παράσταση δεν θα μείνει. Μετά από 50 χρόνια τι θα είναι η Στοά; Ένα
θέατρο. Αυτό είναι πολύ πικρό στο επάγγελμά μας. Αλλά το ότι έχουμε
υπάρξει εραστές της τέχνης είναι όλη η ομορφιά», μου λέει. Και σ’ έναν νέο σήμερα τι θα λέγατε;», τον ρωτάω. «Να διαβάζει. Να
διαβάζει ατέλειωτα. Και να διαβάζει ιστορία πάνω απ’ όλα. Το να
κοιτάζεις μόνο το μέλλον χωρίς να ξέρεις τι έχει γίνει μέχρι τώρα είναι
αδιανόητο. Όλοι μας πατάμε στο χαλί που μας στρώσανε οι προηγούμενοι»,
μου υπενθυμίζει. «Δυστυχώς τα νέα παιδιά στο θέατρο είναι πολύ
αδιάβαστα. Έχω μία φίλη που είναι στην Επιτροπή του Υπουργείου για τους
νέους ηθοποιούς και ένα παιδί είπε ότι θα έπαιζε ένα απόσπασμα από ένα
έργο του Τσέχου εννοώντας τον Τσέχωφ. Αυτό είναι πρόβλημα. Τα παιδιά
μπαίνουν στη σχολή και είναι άσχετα. Γι’ αυτό λέω, διάβασμα, διάβασμα,
διάβασμα».
Via
καταφέρνει και επιβιώνει ακόμα το θέατρο Στοά, όταν άλλα... σημαντικά
θέατρα της εποχής του, όπως το Αμφιθέατρο και το Ανοιχτό Θέατρο, έχουν
βάλει λουκέτο. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου δεν είναι μόνο πεισματάρης. Είναι
ένας απίστευτα ευφυής άνθρωπος, βαθιά πολιτικοποιημένος, άριστος γνώστης της τέχνης του και γοητευτικά ταλαντούχος. Το ελληνικό θέατρο του
χρωστάει. Και του χρωστάει ουσιαστικά. Στα 55 χρόνια που βρίσκεται στο
σανίδι έχει σκύψει με αγάπη πάνω από το ελληνικό έργο, έχει αναδείξει
μία ολόκληρη γενιά Ελλήνων συγγραφέων και έχει φτιάξει συναρπαστικές
παραστάσεις. Φέτος είναι για εκείνον χρονιά Κεχαΐδη, αφού παίζει στις «Δάφνες και
Πικροδάφνες» στο θέατρο Μουσούρη στο πλευρό των Φιλιππίδη, Κιμούλη και
Δαδακαρίδη. Παράλληλα σκηνοθετεί δύο ακόμα έργα του σπουδαίου αυτού
Έλληνα συγγραφέα, το «Με δύναμη από την Κηφισιά», στο θέατρο Στοά, και
το «Πανηγύρι» στο Εθνικό Θέατρο. «Ήταν κάτι ξεχωριστό σαν συγγραφέας ο
Δημήτρης Κεχαϊδης. Ήταν από τη μία το 95% των Ελλήνων συγγραφέων και από την άλλη ο Κεχαϊδης με κάνα δυο ακόμα», μου λέει.
Ο Δημήτρης έγραφε πάρα πολύ σπάνια. Έκανε χρόνια να βγάλει νέο έργο.
Τόσο που μας εκνεύριζε, γιατί όλο έλεγε ότι το τελειώνει και μας ερχόταν τελικά το έργο σε τέσσερα χρόνια! Το δούλευε και το βασάνιζε πάρα πολύ, γι’ αυτό και δεν έχει γράψει πολλά έργα. Ήταν πολύ δύσκολος στο να
γεννήσει, αλλά αυτό που γεννούσε ήταν για μένα από τα κορυφαία της
σύγχρονης δραματουργίας. Νομίζω ότι λίγους συγγραφείς έχουμε με αυτή την ευαισθησία και αυτό το βάθος». Η φετινή σεζόν κρύβει για τον Θανάση Παπαγεωργίου δύο πρωτιές. Πρώτη
φορά παίζει σε έργο του Κεχαΐδη και πρώτη φορά μετά το 1965 παίζει στον
θίασο κάποιου άλλου εκτός του θεάτρου «Στοά». Και οι δύο πρωτιές έχουν
να κάνουν με τη συμμετοχή του στο «Δάφνες και Πικροδάφνες» στο Μουσούρη. Ήταν ένα έργο που είχα προσπαθήσει πολλές φορές να το ανεβάσω αλλά
πάντα το είχαν καπαρώσει άλλοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βρήκα πολύ
ερεθιστικό το καστ», μου εξομολογείται. Στο «Δάφνες και Πικροδάφνες» τέσσερις τοπικοί υποστηρικτές υποψήφιων
βουλευτών στην Τρίπολη του 1979 διασταυρώνουν τα ξίφη τους εν όψει των
επερχόμενων εκλογών. «Αυτά τα τέσσερα τομαράκια διψάνε τόσο πολύ για
εξουσία, που ακολουθούν έναν πολιτικό ευρισκόμενοι πάντα στη σκιά του
για να υπάρξουν. Μου θυμίζουν τα μικρά ψαράκια που τσιμπολογάνε τα
υπολείμματα από την τροφή των καρχαριών. Τέτοιοι είναι αυτοί. Και
υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι στην ελληνική κοινωνία. Θα το δείτε αυτό
πάρα πολύ σε μια φωτογραφία, που μιλάει ένας πολιτικός ή κομματάρχης
στην επαρχία και δίπλα του ή πίσω του βλέπεις κάτι μούρες. Εγώ αυτές
κοιτάζω πάντα. Αυτές τις μούρες παίζουμε εδώ. Δευτεροκλασάτοι άνθρωποι,
χαμηλού IQ, με το βλέμμα του αρπακτικού», μου επισημαίνει. Ο ίδιος θεωρεί ότι η κρίση της τελευταίας πενταετίας δεν άλλαξε
ουσιαστικά τον Έλληνα. Παραμένουμε ακριβώς αυτό που περιγράφει ο
Κεχαΐδης πριν από σχεδόν 40 χρόνια. «Νομίζω ότι για να αλλάξει ο Έλληνας χρειάζεται να περάσουν πολλές γενιές και να γίνει ουσιαστική δουλειά
από μέσα. Η νοοτροπία αλλάζει από το νηπιαγωγείο. Ένας σαραντάρης, που
είναι η ζώσα δύναμη σε μία κοινωνία, δεν αλλάζει. Κατά τη γνώμη μου, τα
τελευταία πέντε χρόνια ο Έλληνας όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά έγινε και χειρότερος, γιατί φτώχυνε κιόλας. Κι άμα φτωχαίνει ο Έλληνας γίνεται
ένα περίεργο όν. Αυτοί που πιθανόν να αλλάξανε είναι αυτοί που
σκέφτονται πάντα, έτσι κι αλλιώς», παρατηρεί. Ποιο θα λέγατε ότι είναι το δομικό πρόβλημα του πολιτικού μας
συστήματος;», τον ρωτάω. «Έχει χαθεί από τους ανθρώπους η όποια
ιδεολογία. Το λέω με την έννοια της σκέψης. Έχουν αποκτηνωθεί τόσο πολύ
οι άνθρωποι, που δεν βλέπουν τίποτα άλλο πέρα από την προσωπική τους
απολαβή. Ο πολιτικός πολύ περισσότερο, γιατί του προσφέρεται το έδαφος
για να αποκτήσει αυτό που θέλει. Αν εξετάσεις τα επαγγέλματα
κοινωνιολογικά, η πολιτική είναι το πιο αισχρό επάγγελμα. Τι κάνει ένας
πολιτικός; Λέει ψέματα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό που
διατυμπανίζει, για τον λαό», μου απαντά. Όσον αφορά την ατομική μας ευθύνη σχετικά με αυτό ο Θανάσης Παπαγεωργίου σχολιάζει: «Πάντοτε σε αυτά τα πράγματα αναρωτιόμαστε αν έκανε το αυγό
την κότα ή η κότα το αυγό. Σίγουρα για να υπάρχει ένας πολιτικός όπως
υπάρχει αυτή τη στιγμή, κάποιοι τον στηρίζουν. Κι ο λαός τον στηρίζει,
γιατί έχει ανταποδοτικά οφέλη από αυτόν. Ο ένας στηρίζει τον άλλον
ιδιοτελώς. Κι αυτό οφείλεται στην έλλειψη ιδεολογίας. Αυτό το σύνθημα
των αναρχικών, που γράφουν στους τοίχους “Για τα λεφτά τα κάνεις όλα,
ρε!” είναι αλήθεια. Μην κοροϊδευόμαστε». Αυτή την αισχρή συνδιαλλαγή μαζί με τη δίψα του Νεοέλληνα για εξουσία
και χρήμα καυτηριάζει με μοναδικό τρόπο ο Κεχαΐδης στο «Δάφνες και
Πικροδάφνες», ένα έργο στο οποίο γελάς πολύ χωρίς το ίδιο να έχει
βλέψεις κωμωδίας. Αυτό άλλωστε είναι που ξεχωρίζει τον Κεχαΐδη, τόσο στο συγκεκριμένο έργο, όσο και στο «Με δύναμη από την Κηφισιά», ένα έργο
παρόμοιου τρόπου γραφής. «Εκεί έχουμε τέσσερις γυναίκες, εκ των οποίων
οι τρεις παλεύουν να ακουμπήσουν σε μία ερωτική σχέση. Πασχίζουν τόσο
πολύ για να το καταφέρουν που όλο αυτό σου φέρνει γέλιο και πίκρα μαζί», μου λέει ο Παπαγεωργίου. Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται ο Κεχαΐδης στο «Πανηγύρι», που θα
σκηνοθετήσει τον Μάρτιο ο Παπαγεωργίου στο Εθνικό. «Είναι ένα ποιητικό
θέατρο. Το σκηνικό είναι ένα αντίσκηνο. Ένα κουρελόπανο δεμένο σε ένα
δέντρο και έναν στύλο. Και μόνο αυτό σε πάει κάπου. Είναι ένα σκηνικό
έτοιμο να το πάρει ο αέρας και να το σηκώσει. Έτσι είναι και οι ήρωες
του έργου. Δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο. Δεν έχουν σταθερό τόπο αυτοί οι
άνθρωποι. Κι όταν δεν έχεις σταθερό τόπο, σε πάνε και σε φέρνουν τα
πράγματα. Και σ’ αυτόν που κατάφερε να ξεχωρίσει και να αγκιστρωθεί
κάπου του παίρνουν το παιδί, το οποίο λατρεύει», μου λέει και μοιάζει
συνεπαρμένος με το σπουδαίο αυτό έργο του Κεχαΐδη. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου γνωρίζει όσο κανείς το ελληνικό έργο του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Για την ακρίβεια υπήρξε, και είναι ακόμα, ο πιο
συνεπής σύμμαχος και εργάτης του. Ο Μποστ βρήκε στο πρόσωπό του τον
ιδανικό σκηνοθέτη. Ο Ποντίκας, ο Μανιώτης, ο Διαλεγμένος, ο Ευθυμιάδης, ο Χρυσούλης αναδείχτηκαν μέσα από το Θέατρο Στοά. Μία ολόκληρη γενιά
συγγραφέων χρωστάει στον Θανάση Παπαγεωργίου, όχι μόνο γιατί πολλούς
τους ανακάλυψε, αλλά και γιατί φρόντισε να ανεβάσει τα έργα τους με τον
καλύτερο τρόπο. Παρόλα αυτά ο ίδιος θεωρεί ότι δεν του έχει αναγνωριστεί αυτό. Υπάρχει η άποψη ότι η ενασχόληση με το ελληνικό έργο δεν είναι κάτι
σπουδαίο. Το ελληνικό θέατρο δεν έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις των
Ελλήνων καλλιτεχνών», μου λέει και συνεχίζει: «Μου λένε ότι στη
Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κάνουν πολύ λίγο ελληνικό έργο. Στη
θεατρολογία δεν ξέρουν πολλούς Έλληνες συγγραφείς. Σπάνια βλέπεις Έλληνα ηθοποιό να θέλει να παίξει σε ελληνικό έργο. Το θεωρεί υποδεέστερο. Το
θεωρεί εύκολο, ακριβώς επειδή είναι πολύ δύσκολο. Το ξορκίζει με αυτόν
τον τρόπο. Είναι δύσκολο, γιατί είναι αναγνωρίσιμος στον θεατή ο
χαρακτήρας. Πρέπει να είσαι πολύ αληθινός. Και σε αυτό εστιάσαμε στη
Στοά, στην αλήθεια του πράγματος. Έβλεπες ένα κοινό που γέμιζε την
πλατεία για να δει το χάλι του. Τα έργα του Κεχαΐδη, του Καμπανέλλη, του Ποντίκα, του Διαλεγμένου δεν έχουν happy end. Είναι πικρά έργα. Είναι
μία καθαρή φωτογραφία του Νεοέλληνα. Το ότι αυτό πέτυχε είναι μια μεγάλη νίκη», σχολιάζει όσον αφορά το παραστασιακό αποτέλεσμα. Η ύπαρξη εθνικής δραματουργίας θα έπρεπε να είναι αυτονόητη για το
θέατρο μίας χώρας. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι. «Τι έχει να πει το
Εθνικό Θέατρο για το ελληνικό έργο τα τελευταία 30 χρόνια; Ποιους
συγγραφείς ανέδειξε; Κανέναν. Όλους τους πήραν από τη Στοά, από τη
Μαριέττα Ριάλδη, από θέατρα που στήριξαν το ελληνικό έργο», μου λέει.
Όσον αφορά το Στούντιο Συγγραφής, που εγκαινίασε το Εθνικό Θέατρο,
μοιάζει μάλλον επιφυλακτικός αν και το θεωρεί μία πρωτοβουλία, αν μη τι
άλλο, στη σωστή κατεύθυνση. «Θα δείξει το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι ότι
δεν διδάσκεται η συγγραφή. Ούτε η σκηνοθεσία στο θέατρο. Όμως το να
ασχοληθούμε με αυτό δεν σημαίνει ότι χάνουμε τίποτα. Κάτι θα αφήσει». Ο ίδιος είναι εδώ και κάποιους μήνες Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Κάπως έτσι η συζήτησή μας πηγαίνει στην κόντρα που ξέσπασε πριν από λίγο καιρό ανάμεσα στο ΔΣ και την Καλλιτεχνική
Διεύθυνση του Εθνικού. «Εάν είχαμε σοβαρή δημοσιογραφία δεν θα έβγαινε
τίποτα στον τύπο απ’ όσα είπε ο κύριος Λιβαθινός πριν να ερωτηθεί και η
άλλη πλευρά. Οι δημοσιογράφοι ακούσανε άλφα και γράψανε άλφα», σχολιάζει δηκτικά –και καλά κάνει– απέναντι σε όλους μας. «Εν πάση περιπτώση, η
κόντρα δεν είναι προσωπική. Για πρώτη φορά ένα ΔΣ αποφάσισε να εργαστεί. Αποφασίσαμε να κρατήσουμε τις αρμοδιότητές μας και να μην τις
εκχωρήσουμε στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, όπως γινόταν μέχρι τώρα.
Αυτή η τακτική χρόνων μας οδήγησε εδώ που φτάσαμε, κάνοντας το Εθνικό
Θέατρο τσιφλίκι του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Εμείς του είπαμε εξαρχής
ότι τσιφλίκια δεν υπάρχουν. Είναι δημόσιο το θέατρο. Αν προκύψει ένα
μεγάλο χρέος εγώ θα πάω φυλακή. Ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, ο κύριος
Ξυδάκης, ήταν ξεκάθαρος από την αρχή. Είχε πει ότι μέχρι σήμερα το
Εθνικό Θέατρο έχει έναν εσωτερικό κανονισμό που μεταφράζεται ως “ενός
αδρός αρχή”. Είναι ένας κανονισμός φτιαγμένος από τον Κούρκουλο για τον
Κούρκουλο. Είπε λοιπόν ότι αυτό πρέπει να σταματήσει και ζήτησε μέχρι να επεξεργαστούν τον νέο νόμο να παίξουμε ένα fair play μεταξύ μας. Αυτό
το fair play δεν το σεβάστηκε ο Λιβαθινός». Η διαφωνία ΔΣ και Καλλιτεχνικού Διευθυντή εστιάστηκε στο ζήτημα της
Διεύθυνσης της Δραματικής Σχολής. «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Λιβαθινός ήταν να διώξει τον Διευθυντή της Δραματικής Σχολής. Καλά έκανε, εφόσον
δεν του ταίριαζε ο συγκεκριμένος. Είχε όμως αποφασίσει εξαρχής ότι θα
γίνει ο ίδιος Διευθυντής και της Σχολής. Μα το ΔΣ αποφασίζει γι’ αυτό.
Γιατί το παρακάμπτεις; Το ΔΣ είπε όχι, αφού είπαμε να μην συνεχιστούν οι υπερεξουσίες του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Δώσαμε μία υπόσχεση κυρίων.
Εκεί έγινε η σύγκρουση. Και μόνο εκεί. Σε όλα τα άλλα τον προστατεύουμε
πάρα πολύ. Εμείς δεν επεμβήκαμε ποτέ στο καλλιτεχνικό έργο και τον
σχεδιασμό του Λιβαθινού. Γιατί μας κατηγορούν; Τι του χαλάσαμε από το
όραμά του, εκτός από το να είναι Διευθυντής της Δραματικής Σχολής;
Εγκρίναμε όλους τους καθηγητές, που μας πρότεινε. Εγκρίναμε όλο το
ρεπερτόριο. Στα οικονομικά όμως έχουμε βέτο. Και είναι ψέμα ότι εμείς
απορρίψαμε χορηγίες που έφερε. Ποτέ δεν έγινε αυτό. Καμία χορηγία δεν
αρνηθήκαμε, γιατί καμία χορηγία δεν κατατέθηκε επίσημα. Ειπώθηκε κάτι
προφορικά και εμείς είπαμε να κατατεθεί επίσημα και γραπτά για να
προωθηθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού προς έγκριση», με ενημερώνει σχετικά. Αναρωτιέμαι αν η κατάσταση τώρα έχει εξομαλυνθεί. «Όχι», μου απαντά ο
Παπαγεωργίου. «Αν δεν φύγει από το μυαλό του Καλλιτεχνικού Διευθυντή ότι τα μέλη του ΔΣ δεν είναι άνθρωποι που βρίσκονται απέναντί του, αλλά
δίπλα του, δεν θα εξομαλυνθεί ποτέ. Μερικοί από την ομάδα του Λιβαθινού
το έχουν καταλάβει αυτό. Εκείνος ακόμα νομίζει ότι είμαστε εχθροί». Λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας τον ρωτάω τι κρατάει από όλα αυτά
τα 55 χρόνια στο θέατρο. «Ότι είμαι καλά με τον εαυτό μου. Ότι αυτό που
έκανα συμφωνεί με αυτό που ήθελα. Το θέατρο είναι πολύ αχάριστη δουλειά. Δεν μένει τίποτα. Ένα όνομα μένει. Μία ταινία θα μείνει. Μία θεατρική
παράσταση δεν θα μείνει. Μετά από 50 χρόνια τι θα είναι η Στοά; Ένα
θέατρο. Αυτό είναι πολύ πικρό στο επάγγελμά μας. Αλλά το ότι έχουμε
υπάρξει εραστές της τέχνης είναι όλη η ομορφιά», μου λέει. Και σ’ έναν νέο σήμερα τι θα λέγατε;», τον ρωτάω. «Να διαβάζει. Να
διαβάζει ατέλειωτα. Και να διαβάζει ιστορία πάνω απ’ όλα. Το να
κοιτάζεις μόνο το μέλλον χωρίς να ξέρεις τι έχει γίνει μέχρι τώρα είναι
αδιανόητο. Όλοι μας πατάμε στο χαλί που μας στρώσανε οι προηγούμενοι»,
μου υπενθυμίζει. «Δυστυχώς τα νέα παιδιά στο θέατρο είναι πολύ
αδιάβαστα. Έχω μία φίλη που είναι στην Επιτροπή του Υπουργείου για τους
νέους ηθοποιούς και ένα παιδί είπε ότι θα έπαιζε ένα απόσπασμα από ένα
έργο του Τσέχου εννοώντας τον Τσέχωφ. Αυτό είναι πρόβλημα. Τα παιδιά
μπαίνουν στη σχολή και είναι άσχετα. Γι’ αυτό λέω, διάβασμα, διάβασμα,
διάβασμα».
Via
Post A Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια :